kaĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaĝo | kaĝoj |
αιτιατική | kaĝon | kaĝojn |
kaĝo (eo)
- το κλουβί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaĝo | kaĝoj |
αιτιατική | kaĝon | kaĝojn |
kaĝo (eo)