küçücük
Τουρκικά (tr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- küçücük < küçü(k) + υποκοριστικό επίθημα -cük
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /cy.t͡ʃy.ˈd͡ʒyc/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
küçücük (tr)
- (υποκοριστικό) μικρούλης πολύ μικρός
- (υποκοριστικό) νιούτσικος, [[νεαρούτσικος], πολύ νέος, πολύ νεαρός