jugoslavino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jugoslavino | jugoslavinoj |
αιτιατική | jugoslavinon | jugoslavinojn |
jugoslavino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | jugoslavino | jugoslavinoj |
αιτιατική | jugoslavinon | jugoslavinojn |
jugoslavino (eo)