juĝistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | juĝistino | juĝistinoj |
αιτιατική | juĝistinon | juĝistinojn |
juĝistino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | juĝistino | juĝistinoj |
αιτιατική | juĝistinon | juĝistinojn |
juĝistino (eo)