ενικός         πληθυντικός  
jetboard jetboards

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jetboard < jet + board ή συμφυρμός των jet + surfboard

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈd͡ʒɛtˌbɔːd/
 
Σέρφινγκ με ηλεκτροκίνητο jetboard.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

jetboard (en)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • jetboard στην αγγλική Βικιπαίδεια