januara
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | januara | januaraj |
αιτιατική | januaran | januarajn |
januara (eo)
- σχετικός με τον Ιανουάριο, γεναριάτικος
- la januara numero de la revuo - το νούμερο του Ιανουαρίου του περιοδικού