irakanino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- irakanino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | irakanino | irakaninoj |
αιτιατική | irakaninon | irakaninojn |
irakanino (eo)
- η Ιρακινή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | irakanino | irakaninoj |
αιτιατική | irakaninon | irakaninojn |
irakanino (eo)