Ετυμολογία

επεξεργασία
invertébré < in- + vertébré

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.vɛʁ.te.bʁe/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό invertébré invertébrés
θηλυκό invertébrée invertébrées

invertébré (fr)

  1. ασπόνδυλος
     αντώνυμα: vertébré


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

invertébré (fr) αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ζωολογία) invertébrés: τα ασπόνδυλα ζώα
     αντώνυμα: vertébrés