interspécifique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- interspécifique < inter- + spécifique
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
interspécifique | interspécifiques |
interspécifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με (δύο ή περισσότερα) διαφορετικά είδη και τις μεταξύ τους σχέσεις
- υβριδικό ζώο ή φυτό, υβριδικός
Παράδειγμα
επεξεργασία- NERICA [1]