Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

interspécifique < inter- + spécifique

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
interspécifique interspécifiques

interspécifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με (δύο ή περισσότερα) διαφορετικά είδη και τις μεταξύ τους σχέσεις
  2. υβριδικό ζώο ή φυτό, υβριδικός

Παράδειγμα επεξεργασία