interruptif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | interruptif | interruptifs |
θηλυκό | interruptive | interruptives |
Επίθετο
επεξεργασίαinterruptif (fr)
- (νομικός όρος) που προκαλεί μια διακοπή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη interrupteur