Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intercalaire intercalaires

intercalaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διαχωριστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intercalaire intercalaires

intercalaire (fr) αρσενικό

  1. διαχωριστικό φύλλο (σε αρχείο, κλπ.)