interakto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- interakto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interakto | interaktoj |
αιτιατική | interakton | interaktojn |
interakto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interakto | interaktoj |
αιτιατική | interakton | interaktojn |
interakto (eo)