inspiro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- inspiro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inspiro | inspiroj |
αιτιατική | inspiron | inspirojn |
inspiro (eo)
- η εισπνοή
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | inspiro | inspiroj |
αιτιατική | inspiron | inspirojn |
inspiro (eo)