insomnieux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- insomnieux < λατινική insomniosus
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | insomnieux | insomnieux |
θηλυκό | insomnieuse | insomnieuses |
insomnieux (fr)
- (λογοτεχνικό) που δυσκολεύεται να κοιμηθεί