insignificance
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- insignificance < in- + significance. (μαρτυρείται από το 1699)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌɪn.sɪɡˈnɪf.ɪ.kəns/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˌɪn.sɪɡˈnɪf.ə.kəns/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : in‐sig‐nif‐i‐cance
Ουσιαστικό επεξεργασία
insignificance (en) (μη μετρήσιμο)
- η ασημαντότητα, η μηδαμινότητα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ insignificance - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές επεξεργασία
- insignificance - Cambridge Dictionary online
- insignificance - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022