insaissable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- insaissable < in- + saisissable
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
insaissable | insaissables |
insaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν μπορεί να κατασχεθεί
- που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός με τα αισθητήρια όργανα