Ετυμολογία

επεξεργασία
insaissable < in- + saisissable

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
insaissable insaissables

insaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που δεν μπορεί να κατασχεθεί
  2. που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός με τα αισθητήρια όργανα