ενικός         πληθυντικός  
saisissable saisissables

  Επίθετο

επεξεργασία

saisissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να κατασχεθεί
  2. που μπορεί να γίνει αντιληπτός

Αντώνυμα

επεξεργασία