Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

inobservance < in- + observance

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
inobservance inobservances

inobservance (fr) θηλυκό