observance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαobservance (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η τήρηση, η ενέργεια του τηρώ
- ⮡ Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
- Η δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.
- ⮡ Justice is vigilant for the observance of laws and the protection of institutions.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- observance < λατινική observantia
Ουσιαστικό
επεξεργασίαobservance (fr) θηλυκό
- η τήρηση