innocuo
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | innocuo | innocui |
θηλυκό | innocua | innocue |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinnocuo (it)
Πηγές
επεξεργασία- innocuo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).