ενεστώτας initialise
γ΄ ενικό ενεστώτα initialises
αόριστος initialised
παθητική μετοχή initialised
ενεργητική μετοχή initialising

  Ετυμολογία

επεξεργασία
initialise < initial + -ise

initialise (en) (βρετανική γραφή)

  1. δίνω αρχικές τιμές
  2. (πληροφορική) δίνω αρχικές τιμές σε μεταβλητές (variables)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη initial