inhalateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- inhalateur < inhalation
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inhalateur | inhalateurs |
θηλυκό | inhalatrice | inhalatrices |
inhalateur (fr)
- που χρησιμοποιείται για εισπνοές
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inhalateur | inhalateurs |
inhalateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη inhaler