Ετυμολογία

επεξεργασία
inhalateur < inhalation

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό inhalateur inhalateurs
θηλυκό inhalatrice inhalatrices

inhalateur (fr)

  1. που χρησιμοποιείται για εισπνοές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inhalateur inhalateurs

inhalateur (fr) αρσενικό

  1. συσκευή για εισπνοές (π.χ. για το άσθμα)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη inhaler