inhalation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinhalation (en)
- η εισπνοή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inhalation | inhalations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinhalation (fr) θηλυκό
- η εισπνοή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη inhaler