infallible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | infallible |
συγκριτικός | more infallible |
υπερθετικός | most infallible |
Επίθετο
επεξεργασίαinfallible (en)
- αλάθητος, αλάνθαστος
- ⮡ No one is infallible.
- Κανείς δεν είναι αλάθητος.
- ⮡ No one is infallible.