inenvisageable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
inenvisageable | inenvisageables |
inenvisageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν μπορεί κανείς να οραματιστεί ή να προβλέψει
ενικός | πληθυντικός |
inenvisageable | inenvisageables |
inenvisageable (fr) αρσενικό ή θηλυκό