incommutable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- incommutable < in- + commutable
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incommutable | incommutables |
incommutable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αμετάθετος, που δεν μπορεί να μετατεθεί, να αλλάξει κάτοχο