ενικός         πληθυντικός  
inch inches

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

inch (en)

  1. (μονάδα μέτρησης μήκους) μία ίντσα (2,54 εκατοστά)
  2. (μεταφορικά) μια πολύ μικρή απόσταση