Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
inch
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
inch
inches
Ουσιαστικό
επεξεργασία
inch
(en)
(
μονάδα μέτρησης
μήκους
) μία
ίντσα
(2,54 εκατοστά)
(
μεταφορικά
) μια πολύ μικρή απόσταση
Πηγές
επεξεργασία
inch
-
Oxford Learner's Dictionaries