Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

inauthentique < in- + authentique

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
inauthentique inauthentiques

inauthentique (fr) αρσενικό ή θηλυκό