in fashion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin fashion (en)
- (ιδιωματισμός) είμαι της μόδας
- ⮡ When did the mini come into fashion?
- Πότε έγινε της μόδας το μίνι;
- ⮡ The miniskirt is in fashion again.
- Το μίνι είναι πάλι της μόδας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
- ⮡ When did the mini come into fashion?
Σημειώσεις
επεξεργασία- Το into αντικαθιστά το in σε αυτήν την έκφραση όταν χρησιμοποιούμε το ρήμα come
- ⮡ come into
infashion
- ⮡ come into
Πηγές
επεξεργασία- in fashion - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 557-558. ISBN 9780194325684., λήμμα: μόδα