inénarrable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία(1480) inénarrable < λατινική inenarrabilis
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ne.na.ʁabl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inénarrable | inénarrables |
inénarrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
(1480) inénarrable < λατινική inenarrabilis
ενικός | πληθυντικός |
inénarrable | inénarrables |
inénarrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό