impasse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαimpasse (en)
- το αδιέξοδο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
impasse | impasses |
impasse (fr) θηλυκό
- το αδιέξοδο
Εκφράσεις
επεξεργασία- impasse mexicaine: τύπος αντιπαράθεσης στην οποία κανείς δεν μπορεί να κερδίσει πραγματικά (στα αγγλικά: mexican standoff)