immersed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαimmersed (en)
- βυθισμένος
- (μεταφορικά) βυθισμένος
- ⮡ immersed in a book - βυθισμένος σ’ένα βιβλίο
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαimmersed (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 179. ISBN 9780194325684., λήμμα: βυθισμένος