Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛ̃.by.vabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
imbuvable imbuvables

imbuvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μη πόσιμος
  2. (μεταφορικά) (οικείο) ανυπόφορος, που δεν τρώγεται

Αντώνυμα

επεξεργασία