imbriqué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | imbriqué | imbriqués |
θηλυκό | imbriquée | imbriquées |
Επίθετο
επεξεργασίαimbriqué (fr)
- που αποτελείται από στοιχεία που το ένα καλύπτει το άλλο
- (μεταφορικά) που αποτελείται από στοιχεία που συνδέονται στενά μεταξύ τους