γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό imbriqué imbriqués
θηλυκό imbriquée imbriquées

  Επίθετο

επεξεργασία

imbriqué (fr)

  1. που αποτελείται από στοιχεία που το ένα καλύπτει το άλλο
  2. (μεταφορικά) που αποτελείται από στοιχεία που συνδέονται στενά μεταξύ τους