iluzio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iluzio | iluzioj |
αιτιατική | iluzion | iluziojn |
iluzio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iluzio | iluzioj |
αιτιατική | iluzion | iluziojn |
iluzio (eo)