Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

illogique < il- + logique

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
illogique illogiques

illogique (fr) αρσενικό ή θηλυκό