ilia
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ilia | iliaj |
αιτιατική | ilian | iliajn |
ilia (eo)
- τους (για άντρες)
- laŭ ilia opinio, κατά τη γνώμη τους
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ilia | iliaj |
αιτιατική | ilian | iliajn |
ilia (eo)