ideologo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ideologo | ideologoj |
αιτιατική | ideologon | ideologojn |
ideologo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ideologo | ideologoj |
αιτιατική | ideologon | ideologojn |
ideologo (eo)