Ετυμολογία

επεξεργασία
hyène < λατινικά hyaena < αρχαία ελληνική ὕαινα

  Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /jɛn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hyène hyènes

hyène (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία