huzo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- huzo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | huzo | huzoj |
αιτιατική | huzon | huzojn |
huzo (eo)
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | huzo | huzoj |
αιτιατική | huzon | huzojn |
huzo (eo)