huppé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
huppé < huppe
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | huppé | huppés |
θηλυκό | huppée | huppées |
huppé (fr)
- υψηλής περιωπής
huppé < huppe
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | huppé | huppés |
θηλυκό | huppée | huppées |
huppé (fr)