hundino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hundino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hundino | hundinoj |
αιτιατική | hundinon | hundinojn |
hundino (eo)
- η σκύλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hundino | hundinoj |
αιτιατική | hundinon | hundinojn |
hundino (eo)