humanisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | humanisto | humanistoj |
αιτιατική | humaniston | humanistojn |
humanisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | humanisto | humanistoj |
αιτιατική | humaniston | humanistojn |
humanisto (eo)