Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hover hovers

hover (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας hover
γ΄ ενικό ενεστώτα hovers
αόριστος hovered
παθητική μετοχή hovered
ενεργητική μετοχή hovering

hover (en)

  1. αιωρούμαι
    Blacks clouds hover in the sky.
    Mαύρα σύννεφα αιωρούνται στον ουρανό.