hover
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hover | hovers |
hover (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hover |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hovers |
αόριστος | hovered |
παθητική μετοχή | hovered |
ενεργητική μετοχή | hovering |
hover (en)
- αιωρούμαι
- ⮡ Blacks clouds hover in the sky.
- Mαύρα σύννεφα αιωρούνται στον ουρανό.
- ⮡ Blacks clouds hover in the sky.