hormono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hormono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hormono | hormonoj |
αιτιατική | hormonon | hormonojn |
hormono (eo)
- η ορμόνη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hormono | hormonoj |
αιτιατική | hormonon | hormonojn |
hormono (eo)