homoparentalité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
homoparentalité | homoparentalités |
homoparentalité (fr) θηλυκό
- η ομογονεϊκότητα (η μητρότητα ή η πατρότητα, όταν αναφερόμαστε σε ομοφυλόφιλους γονείς, κυρίως σε περίπτωση υιοθεσίας παιδιού από ομοφυλόφιλο ζευγάρι)