homework
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈhəʊmˌwɜːk/ & /ˈhoʊmˌwɝk/
Ουσιαστικό
επεξεργασία- τα μαθήματα για το σπίτι, οι ασκήσεις για το σπίτι
- ⮡ Will you do your homework?
- Θα διαβάσεις τα μαθήματά σου;
- ⮡ The student has homework.
- Ο μαθητής έχει ασκήσεις για το σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: assignment
- ⮡ Will you do your homework?