homeoteleŭto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | homeoteleŭto | homeoteleŭtoj |
αιτιατική | homeoteleŭton | homeoteleŭtojn |
homeoteleŭto (eo)
- το ομοιοτέλευτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | homeoteleŭto | homeoteleŭtoj |
αιτιατική | homeoteleŭton | homeoteleŭtojn |
homeoteleŭto (eo)