home directory
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
home directory | home directories |
home directory (en)
- (πληροφορική) ο κατάλογος (directory) που περιέχει τα αρχεία ενός χρήστη
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- home directory στην αγγλική Βικιπαίδεια