historiografo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- historiografo < historiograf- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | historiografo | historiografoj |
αιτιατική | historiografon | historiografojn |
historiografo (eo)